Την παραμονή της 28ης Οκτωβρίου του 2007, ο κ. Ησίοδος Τσίγκος αγόρασε όπως κάθε πρωί την «Καθημερινή». Αφού διέτρεξε τις σελίδες της πολιτικής και της επικαιρότητας κι αφού διάβασε προσεκτικά τους αγαπημένους του αρθρογράφους, στράφηκε, όπως πάντα, στην κάτω αριστερή γωνία της τελευταίας σελίδας. Με το μολύβι στο χέρι, τα γυαλιά στη θέση τους και οπλισμένος με αρκετή υπομονή («είναι δύσκολα τα άτιμα!»), άρχισε να διαβάζει.
Ενα οριζοντίως: «Ανδρείος που κατέλαβε το '41 την Τρεμπεσίνα ανατρέποντας τα πολεμικά δεδομένα», επτά γράμματα.
Ο κ. Ησίοδος Τσίγκος άφησε την εφημερίδα στο τραπεζάκι, έγειρε την πλάτη του στην καρέκλα κι άφησε ένα ηχηρό -νεανικό παρά τα 94 του χρόνια- γέλιο που έσπασε την ησυχία του σπιτιού. Ενα οριζοντίως. «Τσίγκος».
Στα μάτια του δεν ήταν μόνο απότιση φόρου τιμής για την προσφορά του κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και μία υπόκλιση της εφημερίδας σε έναν από τους αρχαιότερους αναγνώστες της.
Για εμάς, βέβαια, που βρεθήκαμε να χτυπάμε το κουδούνι του διαμερίσματός του στην Ανω Κυψέλη λίγο καιρό αργότερα, ήταν απλώς ένα επιπλέον άγχος Γιατί τι να σου κάνουν τα 8 χρόνια στο ρεπορτάζ τής «Κ», όταν απέναντί σου έχεις έναν άνθρωπο που (εκτός από ζωντανή ιστορία αυτού του τόπου) αγοράζει την εφημερίδα από το 1934 και μάλιστα μετά την προτροπή του Ελευθέριου Βενιζέλου! «Διάβαζε «Καθημερινή» για να μαθαίνεις τη γλώσσα», έλεγε ο Βενιζέλος στον μικρό τότε Ησίοδο που από το '23 και για δέκα χρόνια συνήθιζε να του πηγαίνει τις εφημερίδες κάθε που ο πρόεδρος βρισκόταν στα Χανιά. Από τότε μέχρι σήμερα, ο Ησίοδος Τσίγκος έχει αποστείλει περισσότερα από 800 άρθρα και επιστολές στην «Κ»! Βαθιά ανάσα και «Καλημέρα σας!» Αυτές θα ήταν πάνω κάτω και όλες οι λέξεις που θα ξεστόμιζα για τις τρεις επόμενες ώρες - τα επιφωνήματα εξαιρούνται. Γιατί με το που ο κ. Τσίγκος ξεκίνησε να μιλάει, ήταν σαν ξαφνικά κάποιος να προέβαλε, χωρίς πανί ούτε μπομπίνα, την πιο καθηλωτική ταινία. Μπροστά στα μάτια μας άρχισαν να παρελαύνουν ολοζώντανες σκηνές των σημαντικότερων γεγονότων του περασμένου αιώνα, με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, Ιταλούς αλπινιστές, τον αντιβασιλέα Γεώργιο Κονδύλη, τον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, τον πρώην πρωθυπουργό Γ. Ράλλη και βέβαια το Γιώργο και την Ελένη Βλάχου, μεταξύ άλλων, να εναλλάσσονται στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. «Αχ, εγώ έχω ζήσει πράγματα που δεν τα έχει ζήσει κανένας», μονολογούσε συχνά πυκνά.
Μια από τις πρώτες του αναμνήσεις είναι η φοβερή κραυγή που αντήχησε στη σιωπή: «Η Σμύρνη καίγεται, οι Τούρκοι σφάζουν». Ηταν 1922 και ο 8χρονος Ησίοδος με τους γονείς και τα αδέρφια του βρίσκονταν στα Βουρλά της Μικρασίας. «Ο πατέρας μου και τα τρία αδέρφια του είχαν ήδη πάει να κυνηγήσουν τους Τσέτες. Πιάστηκαν αιχμάλωτοι και δεν γύρισαν. «Να προσέχεις τη μάνα σου» μου είχε πει πριν φύγει». Και ήρθε η καταστροφή. «Προχωρούσαμε στον δημόσιο δρόμο να σωθούμε. Καταματωμένα τα πόδια απ' τις τσουκνίδες. Τότε πέρασε ένας γέρος μ' έναν αραμπά. Μας ανέβασε πάνω και μας σκέπασε. Οταν φτάσαμε στο Τσεσμέ, η μητέρα μου έβγαλε απ' τον κόρφο της ένα πεντόλιρο. «Κράτησέ το κοκόνα μου, θα σου χρειαστεί. Ο Αλλάχ μαζί σου». Ηταν Τούρκος».
Μέσω της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών, ο Ησίοδος Τσίγκος είχε τοποθετηθεί στην ακολουθία του αντιβασιλέως Κονδύλη, ο οποίος το '35 τον διόρισε στο υπουργείο Στρατιωτικών ώστε να καταφέρει να τελειώσει τις σπουδές του στη Νομική. Εμελλε όμως να διαπρέψει σε πολύ δυσκολότερα πεδία μάχης από αυτά των δικαστηρίων.
Τον Ιανουάριο του 1941, του ανετέθη η διοίκηση του 11ου Λόχου του 14ου Συντάγματος Πεζικού της 5ης Μεραρχίας, στην οποία είχε δοθεί η εντολή για κατάληψη της Τρεμπεσίνας στη Βόρεια Ηπειρο. «Αδύνατον!» είχε αναφωνήσει τότε ο συνταγματάρχης Ν. Σπένδος. «Η νότια πλευρά ήταν σχεδόν κατακόρυφη. Είχε κατακρημνισθεί το σθένος μου από την κακουχία και την απελπισία. Τέλη Γενάρη ξεσπά χιονοθύελλα. Τότε σκέφθηκα: «Δεν μπορεί οι Ιταλοί να είναι πάνω. Θα πνιγούνε στα αμπρί (σ.σ. τάφροι στα χαρακώματα)». Και είπα: «Εγώ θα πάω τώρα. Οποιος θέλει ας ακολουθήσει». Πάντα πίστευα στη μοίρα. Αυτού που του μέλλει να πνιγεί ποτέ του δεν πεθαίνει, λέμε στην Κρήτη». Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Τον ακολούθησαν και οι 40 του λόχου του - στην κορυφή, σε υψόμετρο 1.923 μέτρων, έφθασαν όμως μόλις 7. Βρήκαν τα αμπριά σκεπασμένα, γεμάτα πολεμικό υλικό. Οι Ιταλοί είχαν κατέβει εκείνη την ημέρα για να σωθούν. Οταν επέστρεψαν βρήκαν τους Ελληνες να τους περιμένουν. Το ορεινό συγκρότημα περιήλθε στις ελληνικές δυνάμεις κι έτσι ο Μουσολίνι δεν κατόρθωσε να μπει τροπαιούχος στην Ελλάδα.
Οι ιστορίες δεν έχουν τελειωμό. Οπως για τα χρόνια της κατοχής που υπηρετώντας στο Γενικό Νοσοκομείο Στρατού εξασφάλιζε κρυφά γάλα για τα ορφανά ή για την εισήγησή του, το όριο για την αναπηρική σύνταξη να μειωθεί στο 10%, αντί για το 25%, που ισχύει μέχρι σήμερα. «Μη νομίζεις ότι υπήρξα το άνθος της αρετής. Οσον αφορά στις 10 εντολές και τους νόμους του κράτους δεν υπήρξα. Αλλά αν η διδασκαλία του Χριστού είναι η αγάπη, δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσα να κάνω για την πατρίδα και τον άνθρωπο».
Καθημερινή
Ενα οριζοντίως: «Ανδρείος που κατέλαβε το '41 την Τρεμπεσίνα ανατρέποντας τα πολεμικά δεδομένα», επτά γράμματα.
Ο κ. Ησίοδος Τσίγκος άφησε την εφημερίδα στο τραπεζάκι, έγειρε την πλάτη του στην καρέκλα κι άφησε ένα ηχηρό -νεανικό παρά τα 94 του χρόνια- γέλιο που έσπασε την ησυχία του σπιτιού. Ενα οριζοντίως. «Τσίγκος».
Με προτροπή του Ελ. Βενιζέλου
Στα μάτια του δεν ήταν μόνο απότιση φόρου τιμής για την προσφορά του κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και μία υπόκλιση της εφημερίδας σε έναν από τους αρχαιότερους αναγνώστες της.
Για εμάς, βέβαια, που βρεθήκαμε να χτυπάμε το κουδούνι του διαμερίσματός του στην Ανω Κυψέλη λίγο καιρό αργότερα, ήταν απλώς ένα επιπλέον άγχος Γιατί τι να σου κάνουν τα 8 χρόνια στο ρεπορτάζ τής «Κ», όταν απέναντί σου έχεις έναν άνθρωπο που (εκτός από ζωντανή ιστορία αυτού του τόπου) αγοράζει την εφημερίδα από το 1934 και μάλιστα μετά την προτροπή του Ελευθέριου Βενιζέλου! «Διάβαζε «Καθημερινή» για να μαθαίνεις τη γλώσσα», έλεγε ο Βενιζέλος στον μικρό τότε Ησίοδο που από το '23 και για δέκα χρόνια συνήθιζε να του πηγαίνει τις εφημερίδες κάθε που ο πρόεδρος βρισκόταν στα Χανιά. Από τότε μέχρι σήμερα, ο Ησίοδος Τσίγκος έχει αποστείλει περισσότερα από 800 άρθρα και επιστολές στην «Κ»! Βαθιά ανάσα και «Καλημέρα σας!» Αυτές θα ήταν πάνω κάτω και όλες οι λέξεις που θα ξεστόμιζα για τις τρεις επόμενες ώρες - τα επιφωνήματα εξαιρούνται. Γιατί με το που ο κ. Τσίγκος ξεκίνησε να μιλάει, ήταν σαν ξαφνικά κάποιος να προέβαλε, χωρίς πανί ούτε μπομπίνα, την πιο καθηλωτική ταινία. Μπροστά στα μάτια μας άρχισαν να παρελαύνουν ολοζώντανες σκηνές των σημαντικότερων γεγονότων του περασμένου αιώνα, με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, Ιταλούς αλπινιστές, τον αντιβασιλέα Γεώργιο Κονδύλη, τον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, τον πρώην πρωθυπουργό Γ. Ράλλη και βέβαια το Γιώργο και την Ελένη Βλάχου, μεταξύ άλλων, να εναλλάσσονται στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. «Αχ, εγώ έχω ζήσει πράγματα που δεν τα έχει ζήσει κανένας», μονολογούσε συχνά πυκνά.
Μια από τις πρώτες του αναμνήσεις είναι η φοβερή κραυγή που αντήχησε στη σιωπή: «Η Σμύρνη καίγεται, οι Τούρκοι σφάζουν». Ηταν 1922 και ο 8χρονος Ησίοδος με τους γονείς και τα αδέρφια του βρίσκονταν στα Βουρλά της Μικρασίας. «Ο πατέρας μου και τα τρία αδέρφια του είχαν ήδη πάει να κυνηγήσουν τους Τσέτες. Πιάστηκαν αιχμάλωτοι και δεν γύρισαν. «Να προσέχεις τη μάνα σου» μου είχε πει πριν φύγει». Και ήρθε η καταστροφή. «Προχωρούσαμε στον δημόσιο δρόμο να σωθούμε. Καταματωμένα τα πόδια απ' τις τσουκνίδες. Τότε πέρασε ένας γέρος μ' έναν αραμπά. Μας ανέβασε πάνω και μας σκέπασε. Οταν φτάσαμε στο Τσεσμέ, η μητέρα μου έβγαλε απ' τον κόρφο της ένα πεντόλιρο. «Κράτησέ το κοκόνα μου, θα σου χρειαστεί. Ο Αλλάχ μαζί σου». Ηταν Τούρκος».
«Οποιος θέλει ας ακολουθήσει»
Μέσω της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών, ο Ησίοδος Τσίγκος είχε τοποθετηθεί στην ακολουθία του αντιβασιλέως Κονδύλη, ο οποίος το '35 τον διόρισε στο υπουργείο Στρατιωτικών ώστε να καταφέρει να τελειώσει τις σπουδές του στη Νομική. Εμελλε όμως να διαπρέψει σε πολύ δυσκολότερα πεδία μάχης από αυτά των δικαστηρίων.
Τον Ιανουάριο του 1941, του ανετέθη η διοίκηση του 11ου Λόχου του 14ου Συντάγματος Πεζικού της 5ης Μεραρχίας, στην οποία είχε δοθεί η εντολή για κατάληψη της Τρεμπεσίνας στη Βόρεια Ηπειρο. «Αδύνατον!» είχε αναφωνήσει τότε ο συνταγματάρχης Ν. Σπένδος. «Η νότια πλευρά ήταν σχεδόν κατακόρυφη. Είχε κατακρημνισθεί το σθένος μου από την κακουχία και την απελπισία. Τέλη Γενάρη ξεσπά χιονοθύελλα. Τότε σκέφθηκα: «Δεν μπορεί οι Ιταλοί να είναι πάνω. Θα πνιγούνε στα αμπρί (σ.σ. τάφροι στα χαρακώματα)». Και είπα: «Εγώ θα πάω τώρα. Οποιος θέλει ας ακολουθήσει». Πάντα πίστευα στη μοίρα. Αυτού που του μέλλει να πνιγεί ποτέ του δεν πεθαίνει, λέμε στην Κρήτη». Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Τον ακολούθησαν και οι 40 του λόχου του - στην κορυφή, σε υψόμετρο 1.923 μέτρων, έφθασαν όμως μόλις 7. Βρήκαν τα αμπριά σκεπασμένα, γεμάτα πολεμικό υλικό. Οι Ιταλοί είχαν κατέβει εκείνη την ημέρα για να σωθούν. Οταν επέστρεψαν βρήκαν τους Ελληνες να τους περιμένουν. Το ορεινό συγκρότημα περιήλθε στις ελληνικές δυνάμεις κι έτσι ο Μουσολίνι δεν κατόρθωσε να μπει τροπαιούχος στην Ελλάδα.
Οι ιστορίες δεν έχουν τελειωμό. Οπως για τα χρόνια της κατοχής που υπηρετώντας στο Γενικό Νοσοκομείο Στρατού εξασφάλιζε κρυφά γάλα για τα ορφανά ή για την εισήγησή του, το όριο για την αναπηρική σύνταξη να μειωθεί στο 10%, αντί για το 25%, που ισχύει μέχρι σήμερα. «Μη νομίζεις ότι υπήρξα το άνθος της αρετής. Οσον αφορά στις 10 εντολές και τους νόμους του κράτους δεν υπήρξα. Αλλά αν η διδασκαλία του Χριστού είναι η αγάπη, δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσα να κάνω για την πατρίδα και τον άνθρωπο».
Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Δεν γίνονται δεκτά υβριστικά μηνύματα