Η ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους μιας χώρας είναι μια δουλειά «στεγνή» και εκνευριστική. Ωστόσο, η ανάλυση που ετοίμασε το ΔΝΤ για την Ελλάδα στο τέλος Ιουνίου εξηγεί τις πραγματικά τραγικές συνέπειες της απόφασης του ελληνικού εκλογικού σώματος τον Ιανουάριο, όταν εξέλεξε μία κυβέρνηση λαϊκιστών υπό την ηγεσία του Αλέξη Τσίπρα, πρωθυπουργού και επικεφαλής του αριστερού ριζοσπαστικού κόμματος ΣΥΡΙΖΑ. Οπως αναφέρει σε δημοσίευμά του ο Economist, η Ελλάδα μετακινήθηκε από μία κατάσταση, όπου τόσο η οικονομία της όσο και ο όγκος του χρέους της ήταν σε ανάκαμψη, σε μία θέση όπου θα χρειαστεί νέους κουβάδες βοήθειας και οικονομικής διάσωσης από τους πιστωτές αλλά και περαιτέρω ελάφρυνση χρέους, όπως λέει το ΔΝΤ.
Ακόμη χειρότερα, προσθέτει το δημοσίευμα, αυτοί οι υπολογισμοί έγιναν πριν τις ανεύθυνες αποφάσεις του κ. Τσίπρα να ανακοινώσει ένα δημοψήφισμα πάνω στους όρους της νέας βοήθειας (και να αγωνιστεί για την απόρριψή τους). Αυτό έκανε ακόμη μεγαλύτερη ζημιά στην οικονομία κλείνοντας τόσο τις τράπεζες της χώρας όσο και σταματώντας τις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους της, φέρνοντας την Ελλάδα στη θέση της πρώτης ανεπτυγμένης χώρας που χρεοκόπησε έναντι του ΔΝΤ (αν και το Ταμείο αυτό το αποκαλεί πιο ευγενικά «σε καθυστέρηση πληρωμών»).
Κάποιοι αναλυτές υποστηρίζουν τώρα ότι η ελληνική οικονομία απλά δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα εντός της Ευρωζώνης. Σίγουρα το βάθος της ελληνικής ύφεσης κατά 27,4% του ΑΕΠ από το 2007 μέχρι το 2013, ξεπερνά οποιαδήποτε άλλη χώρα. (Η Πορτογαλία για παράδειγμα υπέστη μία πτώση 9,6% του ΑΕΠ μεταξύ 2008 και 2013). Παρόλα αυτά η ανάκαμψη ξεκίνησε για την Ελλάδα το 2014, και στο τρίτο τετράμηνο της χρονιάς η χώρα ήταν μία από τις οικονομίες με την δυναμικότερη ανάπτυξη στην Ευρωζώνη. Τα ποσοστά των εξαγωγών, που υπήρξαν ανεμικά τα προηγούμενα πέντε χρόνια (εν μέρη λόγω της παγκόσμιας πτώσης της ναυτιλίας, του κύριου στυλοβάτη των εξαγωγών), βελτιώθηκαν σημαντικά. Οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 9% το προηγούμενο έτος και βοηθήθηκαν από μία δυναμική τουριστική σεζόν.
Τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας βρίσκονταν επίσης σε ανάκαμψη, καθώς ένα πάλαι ποτέ πρωτογενές έλλειμμα (προ της πληρωμής τόκων) έδωσε την θέση του σε ένα πλεόνασμα. Και όντως, πριν από έναν χρόνο, η Ελλάδα ήταν έτοιμη να γυρίσει στις αγορές, δανειζόμενη 3 δισ. ευρώ με πενταετές ομόλογο λίγο κάτω από το 5%. Επρόκειτο για μία απίθανη επιστροφή στις αγορές για μια χώρα που βίωσε την μεγαλύτερη χρεοκοπία στην ιστορία και για την τέταρτη χώρα με την πιο δραστική αναδιάρθρωση δημοσίου χρέους μεταξύ των μέσων και ανεπτυγμένων χωρών του πλανήτη από το 1975. Η Ελλάδα κατάφερε να συγκεντρώσει επιπλέον ακόμη 1,5 δισ. ευρώ από τριετή ομόλογα τον Ιούλιο του 2014 και αργότερα την ίδια χρονιά αντάλλαξε σχεδόν το αντίστοιχο ποσό εντόκων γραμματίων με μακροπρόθεσμο χρέος.
Επίσης, όπως αποδεικνύει η ανάλυση του ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, η κατάσταση είχε αρχίσει να βελτιώνεται. Τον Μάιο του 2014 οπότε και έγινε η τελευταία αξιολόγηση του προγράμματος, το Ταμείο προέβλεπε ότι το χρέος θα μειωνόταν από το 175% του ΑΕΠ το 2013 στο 128% το 2020 και 117% το 2022, με την προϋπόθεση ωστόσο ότι τα δημοσιονομικά μέτρα, οι μεταρρυθμίσεις και οι αποκρατικοποιήσεις θα υλοποιούνταν με ακρίβεια.
Στη συνέχεια ο Economist αναφέρει ότι ακόμη κι αυτά τα νούμερα ήταν αρκετά υψηλά για το ΔΝΤ, καθώς στο τέλος του 2012 επέμενε ότι το χρέος θα έπρεπε να μειωθεί στο 124% το 2020 και κάτω από το 110% το 2022. Ωστόσο, την άνοιξη του 2014 τα επιτόκια είχαν πέσει γεγονός που βελτίωσε την εικόνα του χρέους για το 2022 κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Λαμβάνοντας υπόψη κι άλλους παράγοντες (όπως το γεγονός ότι 11δισ. ευρώ από τα 50 συνολικά που θα δίνονταν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ) το ελληνικό χρέος θα έπρεπε να μειωθεί στο 117% του ΑΕΠ το 2020 και στο 104% το 2022. Αυτό επέτρεπε να γίνουν υποθέσεις ότι δεν θα χρειαζόταν περαιτέρω ανακούφιση.
Ωστόσο, η κατάσταση ανατράπηκε, όπως αναφέρει στο δημοσίευμά του ο Economist, κάτι που οφείλεται στο γεγονός ότι ακόμη και πριν από τα γεγονότα των δύο τελευταίων εβδομάδων, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είχε εφαρμόσει άστοχες πολιτικές, με αποτέλεσμα οι καταθέσεις να «στεγνώσουν» και η αβεβαιότητα να κατακλύσει τα πάντα.
Η υποσχόμενη ανάπτυξη εξανεμίστηκε και η οικονομία βυθίστηκε και πάλι στην ύφεση το τελευταίο τετράμηνο του 2014 (όταν οι φόβοι για πιθανές εκλογές είχαν τις επιπτώσεις τους στην εμπιστοσύνη που είχε δημιουργηθεί) και το πρώτο τετράμηνο του 2015. Αυτή η πτωτική πορεία θα επιδεινωθεί.
Το ΔΝΤ λαμβάνοντας υπόψη όλες αυτές τις δυσμενείς εξελίξεις και πάλι χωρίς τα γεγονότα της περασμένης εβδομάδας υπολόγιζε ότι η Ελλάδα θα χρειαζόταν ένα πακέτο διάσωσης ύψους 52 δισ. ευρώ από τον Οκτώβριο του 2015 έως το τέλος του 2018. Από αυτά τα 36 δισ. θα έπρεπε να προέλθουν από τις χώρες της Ευρωζώνης ενώ η χρηματοδότηση θα ήταν αναγκαία καθώς η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να βγει στις αγορές ώστε να αποπληρώσει τους τόκους και να εξοφλήσει το χρέος που θα είχε καταστεί ληξιπρόθεσμο, ενώ τα πρωτογενή πλεονάσματα και η διαδικασία αποκρατικοποιήσεων θα ήταν σε χαμηλότερο επίπεδο από τον αρχικό σχεδιασμό. Παράλληλα, θα έπρεπε να γίνει εκκαθάριση των περίπου 7 δισ. ευρώ από το σύνολο των ανεξόφλητων λογαριασμών και των επιστροφών φόρου.
Αυτή η ανάγκη για χρηματοδότηση θα ήταν επιπλέον των 12 δισ. ευρώ που θα απαιτούνταν την ενδιάμεση περίοδο, ποσό που θα καλυπτόταν από τα υπάρχοντα χρήματα του πακέτου σε περίπτωση που υπήρχε συμφωνία στο τέλος Ιουνίου. Επίσης, οι Ευρωπαίοι δανειστές θα έπρεπε να προσφέρουν ακόμη μια σιωπηρή ελάφρυνση του χρέους διπλασιάζοντας τον χρόνο αποπληρωμής των δανείων της ευρωζώνης, εάν το χρέος επρόκειτο να είναι βιώσιμο.
Ολα αυτά όμως πριν από το ναυάγιο της περασμένης εβδομάδας. Σπάνια το κόστος της πολιτικής ανικανότητας γίνεται τόσο έντονα αισθητό. Ακόμη κι αν οι Ελληνες προσήλθαν στις κάλπες για το δημοψήφισμα με βάση τη λογική και υιοθετήσουν τις προτάσεις των δανειστών, σε μια ένδειξη θέλησης παραμονής στην Ευρωζώνη, πλήρωσαν βαρύ τίμημα για την ανυπομονησία που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία.
Πηγή
Ακόμη χειρότερα, προσθέτει το δημοσίευμα, αυτοί οι υπολογισμοί έγιναν πριν τις ανεύθυνες αποφάσεις του κ. Τσίπρα να ανακοινώσει ένα δημοψήφισμα πάνω στους όρους της νέας βοήθειας (και να αγωνιστεί για την απόρριψή τους). Αυτό έκανε ακόμη μεγαλύτερη ζημιά στην οικονομία κλείνοντας τόσο τις τράπεζες της χώρας όσο και σταματώντας τις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους της, φέρνοντας την Ελλάδα στη θέση της πρώτης ανεπτυγμένης χώρας που χρεοκόπησε έναντι του ΔΝΤ (αν και το Ταμείο αυτό το αποκαλεί πιο ευγενικά «σε καθυστέρηση πληρωμών»).
Κάποιοι αναλυτές υποστηρίζουν τώρα ότι η ελληνική οικονομία απλά δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα εντός της Ευρωζώνης. Σίγουρα το βάθος της ελληνικής ύφεσης κατά 27,4% του ΑΕΠ από το 2007 μέχρι το 2013, ξεπερνά οποιαδήποτε άλλη χώρα. (Η Πορτογαλία για παράδειγμα υπέστη μία πτώση 9,6% του ΑΕΠ μεταξύ 2008 και 2013). Παρόλα αυτά η ανάκαμψη ξεκίνησε για την Ελλάδα το 2014, και στο τρίτο τετράμηνο της χρονιάς η χώρα ήταν μία από τις οικονομίες με την δυναμικότερη ανάπτυξη στην Ευρωζώνη. Τα ποσοστά των εξαγωγών, που υπήρξαν ανεμικά τα προηγούμενα πέντε χρόνια (εν μέρη λόγω της παγκόσμιας πτώσης της ναυτιλίας, του κύριου στυλοβάτη των εξαγωγών), βελτιώθηκαν σημαντικά. Οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 9% το προηγούμενο έτος και βοηθήθηκαν από μία δυναμική τουριστική σεζόν.
Τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας βρίσκονταν επίσης σε ανάκαμψη, καθώς ένα πάλαι ποτέ πρωτογενές έλλειμμα (προ της πληρωμής τόκων) έδωσε την θέση του σε ένα πλεόνασμα. Και όντως, πριν από έναν χρόνο, η Ελλάδα ήταν έτοιμη να γυρίσει στις αγορές, δανειζόμενη 3 δισ. ευρώ με πενταετές ομόλογο λίγο κάτω από το 5%. Επρόκειτο για μία απίθανη επιστροφή στις αγορές για μια χώρα που βίωσε την μεγαλύτερη χρεοκοπία στην ιστορία και για την τέταρτη χώρα με την πιο δραστική αναδιάρθρωση δημοσίου χρέους μεταξύ των μέσων και ανεπτυγμένων χωρών του πλανήτη από το 1975. Η Ελλάδα κατάφερε να συγκεντρώσει επιπλέον ακόμη 1,5 δισ. ευρώ από τριετή ομόλογα τον Ιούλιο του 2014 και αργότερα την ίδια χρονιά αντάλλαξε σχεδόν το αντίστοιχο ποσό εντόκων γραμματίων με μακροπρόθεσμο χρέος.
Επίσης, όπως αποδεικνύει η ανάλυση του ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, η κατάσταση είχε αρχίσει να βελτιώνεται. Τον Μάιο του 2014 οπότε και έγινε η τελευταία αξιολόγηση του προγράμματος, το Ταμείο προέβλεπε ότι το χρέος θα μειωνόταν από το 175% του ΑΕΠ το 2013 στο 128% το 2020 και 117% το 2022, με την προϋπόθεση ωστόσο ότι τα δημοσιονομικά μέτρα, οι μεταρρυθμίσεις και οι αποκρατικοποιήσεις θα υλοποιούνταν με ακρίβεια.
Στη συνέχεια ο Economist αναφέρει ότι ακόμη κι αυτά τα νούμερα ήταν αρκετά υψηλά για το ΔΝΤ, καθώς στο τέλος του 2012 επέμενε ότι το χρέος θα έπρεπε να μειωθεί στο 124% το 2020 και κάτω από το 110% το 2022. Ωστόσο, την άνοιξη του 2014 τα επιτόκια είχαν πέσει γεγονός που βελτίωσε την εικόνα του χρέους για το 2022 κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Λαμβάνοντας υπόψη κι άλλους παράγοντες (όπως το γεγονός ότι 11δισ. ευρώ από τα 50 συνολικά που θα δίνονταν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ) το ελληνικό χρέος θα έπρεπε να μειωθεί στο 117% του ΑΕΠ το 2020 και στο 104% το 2022. Αυτό επέτρεπε να γίνουν υποθέσεις ότι δεν θα χρειαζόταν περαιτέρω ανακούφιση.
Ωστόσο, η κατάσταση ανατράπηκε, όπως αναφέρει στο δημοσίευμά του ο Economist, κάτι που οφείλεται στο γεγονός ότι ακόμη και πριν από τα γεγονότα των δύο τελευταίων εβδομάδων, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είχε εφαρμόσει άστοχες πολιτικές, με αποτέλεσμα οι καταθέσεις να «στεγνώσουν» και η αβεβαιότητα να κατακλύσει τα πάντα.
Η υποσχόμενη ανάπτυξη εξανεμίστηκε και η οικονομία βυθίστηκε και πάλι στην ύφεση το τελευταίο τετράμηνο του 2014 (όταν οι φόβοι για πιθανές εκλογές είχαν τις επιπτώσεις τους στην εμπιστοσύνη που είχε δημιουργηθεί) και το πρώτο τετράμηνο του 2015. Αυτή η πτωτική πορεία θα επιδεινωθεί.
Το ΔΝΤ λαμβάνοντας υπόψη όλες αυτές τις δυσμενείς εξελίξεις και πάλι χωρίς τα γεγονότα της περασμένης εβδομάδας υπολόγιζε ότι η Ελλάδα θα χρειαζόταν ένα πακέτο διάσωσης ύψους 52 δισ. ευρώ από τον Οκτώβριο του 2015 έως το τέλος του 2018. Από αυτά τα 36 δισ. θα έπρεπε να προέλθουν από τις χώρες της Ευρωζώνης ενώ η χρηματοδότηση θα ήταν αναγκαία καθώς η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να βγει στις αγορές ώστε να αποπληρώσει τους τόκους και να εξοφλήσει το χρέος που θα είχε καταστεί ληξιπρόθεσμο, ενώ τα πρωτογενή πλεονάσματα και η διαδικασία αποκρατικοποιήσεων θα ήταν σε χαμηλότερο επίπεδο από τον αρχικό σχεδιασμό. Παράλληλα, θα έπρεπε να γίνει εκκαθάριση των περίπου 7 δισ. ευρώ από το σύνολο των ανεξόφλητων λογαριασμών και των επιστροφών φόρου.
Αυτή η ανάγκη για χρηματοδότηση θα ήταν επιπλέον των 12 δισ. ευρώ που θα απαιτούνταν την ενδιάμεση περίοδο, ποσό που θα καλυπτόταν από τα υπάρχοντα χρήματα του πακέτου σε περίπτωση που υπήρχε συμφωνία στο τέλος Ιουνίου. Επίσης, οι Ευρωπαίοι δανειστές θα έπρεπε να προσφέρουν ακόμη μια σιωπηρή ελάφρυνση του χρέους διπλασιάζοντας τον χρόνο αποπληρωμής των δανείων της ευρωζώνης, εάν το χρέος επρόκειτο να είναι βιώσιμο.
Ολα αυτά όμως πριν από το ναυάγιο της περασμένης εβδομάδας. Σπάνια το κόστος της πολιτικής ανικανότητας γίνεται τόσο έντονα αισθητό. Ακόμη κι αν οι Ελληνες προσήλθαν στις κάλπες για το δημοψήφισμα με βάση τη λογική και υιοθετήσουν τις προτάσεις των δανειστών, σε μια ένδειξη θέλησης παραμονής στην Ευρωζώνη, πλήρωσαν βαρύ τίμημα για την ανυπομονησία που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Δεν γίνονται δεκτά υβριστικά μηνύματα