Είπε κάτι πολύ απλό ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Tόσο απλό, που στην Ελλάδα ακούστηκε προκλητικό. «Η ελληνική κοινωνία πρέπει να απαντήσει το ερώτημα αν προτιμά να προχωρήσει σε αυτήν τη διαδικασία προσαρμογής ως μέλος μιας νομισματικής ένωσης στην οποία δεν υπάρχει το εργαλείο της εξωτερικής υποτίμησης». Αν θέλει να προχωρήσει στη διαδικασία προσαρμογής με εθνικό νόμισμα, σημαίνει ότι θα βρεθεί εκτός κανόνων και ομπρέλας της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Στη δεύτερη περίπτωση, το πολιτικό της προσωπικό θα μοιράζει χαρτιά μικρής αξίας που θα γράφουν «νέα δραχμή», αλλά θα υποτιμώνται διαρκώς για να δημιουργείται η ψευδαίσθηση του «τέλους της λιτότητας».
Ανεξαρτήτως του δρόμου που θα ακολουθήσουμε, το μόνο σίγουρο είναι η προσαρμογή. Κανένας άνθρωπος, κανένα νοικοκυριό, καμιά χώρα δεν μπορεί να ξοδεύει επί μακρόν περισσότερα απ’ όσα βγάζει, κι αυτό σημαίνει ότι είτε θα μειώσει τις δαπάνες ονομαστικώς (εσωτερική υποτίμηση) είτε διά του πληθωρισμού. Ο «άλλος κόσμος» που υπόσχεται η παλαβή Αριστερά δεν υπάρχει καν στα χαρτιά. Είναι γυαλιστερές χάντρες που θαμπώνουν τους ιθαγενείς, αλλά επιτρέπουν στο πολιτικό σύστημα να συνεχίσει τα παλαιά ρουσφέτια. Μια κυβέρνηση χωρίς ευρωπαϊκό χαλινό θα ανταποκρίνεται σε κάθε «λαϊκό αίτημα», τυπώνοντας περισσότερα χαρτιά, τα οποία θα αξίζουν όλο και λιγότερα. Το ξέρουμε· το ζήσαμε προσφάτως με θηριώδη πληθωρισμό που ξεπερνούσε και το 20%. Στο τέλος κάθε έτους, ο μισθός ή η σύνταξη αγόραζε τα 4/5 των προϊόντων που μπορούσε να έχει κάποιος στην αρχή του χρόνου. Και ο πληθωρισμός στις δεκαετίες του 1980-1990 μπορεί να είναι μικρός σε σχέση με τη «νέα δραχμή» που προπαγανδίζει η Λαϊκή Ενότητα· τα θεμελιώδη στοιχεία της ελληνικής οικονομίας τώρα είναι πολύ χειρότερα.
Οσα κι αν υπόσχονται οι ψεύτες της δραχμής, η προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας είναι αναπόφευκτη. Μια χώρα δεν μπορεί να απαιτεί την ευημερία του 2015 με οικονομικές δομές του 1950. Μακροπρόθεσμα, η παραγωγή ορίζει την κατανάλωση και όχι το αντίστροφο, που προπαγανδίζουν στην Ελλάδα οι κεϊνσιανιστές εκ του προχείρου. Μπορεί το τύπωμα επιπλέον ρευστότητας να δημιουργεί κίνητρα για να ξαναπάρει μπρος η σχολάζουσα παραγωγική υποδομή μιας χώρας, αλλά αυτό προϋποθέτει να υπάρχει τέτοια υποδομή. Δυστυχώς, στην Ελλάδα ο μοναδικός τομέας που δημιουργούσε μαζική απασχόληση ήταν το κράτος.
Ετσι, η επιπλέον ρευστότητα το μόνο που θα κάνει είναι να ξαναβάλει μπρος τη βαριά βιομηχανία των ρουσφετιών και των ομαδικών προσλήψεων υπαλλήλων, που όχι μόνο δεν παράγουν, αλλά δεν επιτρέπουν και σε κανέναν άλλον να παράγει.
Οταν οι διάφοροι λαϊκιστές της ακροδεξιάς και της ακροαριστεράς χύνουν δάκρυα για τη «χαμένη εθνική ανεξαρτησία», στην ουσία κλαίνε διότι ο στενός κορσές του ευρώ δεν τους δίνει την ελευθερία να συνεχίσουν την πελατειακή τους πολιτική μοιράζοντας δισ. για επιδοτήσεις επιχειρηματιών και αγροτών και χιλιάδες προσλήψεις ημετέρων.
Ο κ. Δημήτρης Στρατούλης φυσικά και θα ήθελε να έχει την «εθνική ανεξαρτησία» για να βγάζει στη σύνταξη συνδικαλιστές των ΔΕΚΟ σε ηλικία 50 ετών δίνοντάς τους χοντρά εφάπαξ και παχυλές συντάξεις. Εχει επωφεληθεί προσωπικώς από την «εθνική ανεξαρτησία».
Η κ. Ζωή Κωνσταντοπούλου φυσικά και θέλει την ανεξαρτησία της να προσλαμβάνει στη Βουλή τους δικούς της ανθρώπους στο παρά πέντε των εκλογών.
Δεν θα ήταν απεχθές και επονείδιστο να της πει κάποιος «στοπ»;
Σε αυτές τις εκλογές ένα πάλι είναι το ερώτημα: Η οικονομική προσαρμογή, που έτσι κι αλλιώς θα γίνει, θα είναι υπό την ευρωπαϊκή ομπρέλα ή υπό την προστασία των εγχώριων λαμόγιων που πουλάνε φύκια για εθνική ανεξαρτησία; Ας ελπίσουμε ότι αυτήν τη φορά θα απαντήσουμε σωστά...
Πάσχος Μανδρεβέλης, Καθημερινή
Ανεξαρτήτως του δρόμου που θα ακολουθήσουμε, το μόνο σίγουρο είναι η προσαρμογή. Κανένας άνθρωπος, κανένα νοικοκυριό, καμιά χώρα δεν μπορεί να ξοδεύει επί μακρόν περισσότερα απ’ όσα βγάζει, κι αυτό σημαίνει ότι είτε θα μειώσει τις δαπάνες ονομαστικώς (εσωτερική υποτίμηση) είτε διά του πληθωρισμού. Ο «άλλος κόσμος» που υπόσχεται η παλαβή Αριστερά δεν υπάρχει καν στα χαρτιά. Είναι γυαλιστερές χάντρες που θαμπώνουν τους ιθαγενείς, αλλά επιτρέπουν στο πολιτικό σύστημα να συνεχίσει τα παλαιά ρουσφέτια. Μια κυβέρνηση χωρίς ευρωπαϊκό χαλινό θα ανταποκρίνεται σε κάθε «λαϊκό αίτημα», τυπώνοντας περισσότερα χαρτιά, τα οποία θα αξίζουν όλο και λιγότερα. Το ξέρουμε· το ζήσαμε προσφάτως με θηριώδη πληθωρισμό που ξεπερνούσε και το 20%. Στο τέλος κάθε έτους, ο μισθός ή η σύνταξη αγόραζε τα 4/5 των προϊόντων που μπορούσε να έχει κάποιος στην αρχή του χρόνου. Και ο πληθωρισμός στις δεκαετίες του 1980-1990 μπορεί να είναι μικρός σε σχέση με τη «νέα δραχμή» που προπαγανδίζει η Λαϊκή Ενότητα· τα θεμελιώδη στοιχεία της ελληνικής οικονομίας τώρα είναι πολύ χειρότερα.
Οσα κι αν υπόσχονται οι ψεύτες της δραχμής, η προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας είναι αναπόφευκτη. Μια χώρα δεν μπορεί να απαιτεί την ευημερία του 2015 με οικονομικές δομές του 1950. Μακροπρόθεσμα, η παραγωγή ορίζει την κατανάλωση και όχι το αντίστροφο, που προπαγανδίζουν στην Ελλάδα οι κεϊνσιανιστές εκ του προχείρου. Μπορεί το τύπωμα επιπλέον ρευστότητας να δημιουργεί κίνητρα για να ξαναπάρει μπρος η σχολάζουσα παραγωγική υποδομή μιας χώρας, αλλά αυτό προϋποθέτει να υπάρχει τέτοια υποδομή. Δυστυχώς, στην Ελλάδα ο μοναδικός τομέας που δημιουργούσε μαζική απασχόληση ήταν το κράτος.
Ετσι, η επιπλέον ρευστότητα το μόνο που θα κάνει είναι να ξαναβάλει μπρος τη βαριά βιομηχανία των ρουσφετιών και των ομαδικών προσλήψεων υπαλλήλων, που όχι μόνο δεν παράγουν, αλλά δεν επιτρέπουν και σε κανέναν άλλον να παράγει.
Οταν οι διάφοροι λαϊκιστές της ακροδεξιάς και της ακροαριστεράς χύνουν δάκρυα για τη «χαμένη εθνική ανεξαρτησία», στην ουσία κλαίνε διότι ο στενός κορσές του ευρώ δεν τους δίνει την ελευθερία να συνεχίσουν την πελατειακή τους πολιτική μοιράζοντας δισ. για επιδοτήσεις επιχειρηματιών και αγροτών και χιλιάδες προσλήψεις ημετέρων.
Ο κ. Δημήτρης Στρατούλης φυσικά και θα ήθελε να έχει την «εθνική ανεξαρτησία» για να βγάζει στη σύνταξη συνδικαλιστές των ΔΕΚΟ σε ηλικία 50 ετών δίνοντάς τους χοντρά εφάπαξ και παχυλές συντάξεις. Εχει επωφεληθεί προσωπικώς από την «εθνική ανεξαρτησία».
Η κ. Ζωή Κωνσταντοπούλου φυσικά και θέλει την ανεξαρτησία της να προσλαμβάνει στη Βουλή τους δικούς της ανθρώπους στο παρά πέντε των εκλογών.
Δεν θα ήταν απεχθές και επονείδιστο να της πει κάποιος «στοπ»;
Σε αυτές τις εκλογές ένα πάλι είναι το ερώτημα: Η οικονομική προσαρμογή, που έτσι κι αλλιώς θα γίνει, θα είναι υπό την ευρωπαϊκή ομπρέλα ή υπό την προστασία των εγχώριων λαμόγιων που πουλάνε φύκια για εθνική ανεξαρτησία; Ας ελπίσουμε ότι αυτήν τη φορά θα απαντήσουμε σωστά...
Πάσχος Μανδρεβέλης, Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Δεν γίνονται δεκτά υβριστικά μηνύματα