Αν επιχειρήσει ο πρωθυπουργός να διενεργήσει δημοψήφισμα και να θέσει στον λαό το δίλημμα ευρώ και μέτρα ή έξοδος, τότε η κατάρρευση της οικονομίας, η πτώχευση της χώρας, θα έλθει πολύ πριν από την κάλπη. Αυτό δεν θα είναι δημοψήφισμα, θα είναι μια επικίνδυνη ζαριά για τη χώρα μας». Αυτή ήταν η θέση του σημερινού πρωθυπουργού περί δημοψηφίσματος, όταν το 2011 ο Γιώργος Παπανδρέου έθεσε για πρώτη φορά το ενδεχόμενο αυτό και υπέστη συντριπτική ήττα στη δική του μάχη των Καννών.
Από την πλευρά του ζητήματος στην οποία στέκεται (όχι μόνο σήμερα, πάντα) ο Αλέξης Τσίπρας, δηλαδή από την πλευρά της δραχμής και ενός άδηλου μέλλοντος εκτός Ευρώπης, είχε δίκιο. Ενα δημοψήφισμα τότε θα προκαλούσε την κατάρρευση της οικονομίας και, συνεπώς, το ενδεχόμενο της πραγματοποίησής του θα συσπείρωνε τους ευρωπαϊστές του πολιτικού φάσματος. Για τον λόγο αυτό, λοιπόν, περίμενε πρώτα να γίνει πρωθυπουργός, ώστε να προκαλέσει ο ίδιος την κατάρρευση της οικονομίας και το δημοψήφισμα να γίνει με τους δικούς του όρους. Με άλλα λόγια, η κατάρρευση το 2011 θα ήταν συνέπεια της επιλογής του δημοψηφίσματος, ενώ ο Τσίπρας την ήθελε ως προϋπόθεση του δημοψηφίσματος.
Αν αυτός ήταν ο σκοπός του, πράγματι τον πέτυχε. Τώρα μπορεί ο καθένας να αντιληφθεί, νομίζω, σε τι αποσκοπούσε η κυβερνητική τακτική της κωλυσιεργίας και των καθυστερήσεων στις διαπραγματεύσεις. Η κατάρρευση της οικονομίας ήταν το ένα σκέλος μόνο του στόχου του. Το άλλο ήταν η δημιουργία συνθηκών που θα ευνοούσαν το κλίμα αντιευρωπαϊσμού. Και αυτό το κατάφεραν, όχι απλώς με τα τεχνάσματα που επινοούσαν για να κυλάει ο χρόνος ανεκμετάλλευτος, αλλά κυρίως, στο ύστερο στάδιο της διαπραγμάτευσης, με την υποτιθέμενη θετική ανταπόκρισή τους στη διαδικασία: αποδεχόμενοι, δηλαδή, να συζητήσουν τις θέσεις των θεσμών και να καταθέσουν τις δικές τους προτάσεις επί τη βάσει των ευρωπαϊκών. Αυτός ήταν ο τρόπος τους για να πείσουν τους αδαείς για τις καλές προθέσεις τους, ότι δήθεν οι ίδιοι έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν, ώστε να μπορούν εν συνεχεία να κατηγορούν την Ευρώπη από τη θέση του αδικημένου.
Από την πλευρά του ζητήματος στην οποία στέκεται (όχι μόνο σήμερα, πάντα) ο Αλέξης Τσίπρας, δηλαδή από την πλευρά της δραχμής και ενός άδηλου μέλλοντος εκτός Ευρώπης, είχε δίκιο. Ενα δημοψήφισμα τότε θα προκαλούσε την κατάρρευση της οικονομίας και, συνεπώς, το ενδεχόμενο της πραγματοποίησής του θα συσπείρωνε τους ευρωπαϊστές του πολιτικού φάσματος. Για τον λόγο αυτό, λοιπόν, περίμενε πρώτα να γίνει πρωθυπουργός, ώστε να προκαλέσει ο ίδιος την κατάρρευση της οικονομίας και το δημοψήφισμα να γίνει με τους δικούς του όρους. Με άλλα λόγια, η κατάρρευση το 2011 θα ήταν συνέπεια της επιλογής του δημοψηφίσματος, ενώ ο Τσίπρας την ήθελε ως προϋπόθεση του δημοψηφίσματος.
Αν αυτός ήταν ο σκοπός του, πράγματι τον πέτυχε. Τώρα μπορεί ο καθένας να αντιληφθεί, νομίζω, σε τι αποσκοπούσε η κυβερνητική τακτική της κωλυσιεργίας και των καθυστερήσεων στις διαπραγματεύσεις. Η κατάρρευση της οικονομίας ήταν το ένα σκέλος μόνο του στόχου του. Το άλλο ήταν η δημιουργία συνθηκών που θα ευνοούσαν το κλίμα αντιευρωπαϊσμού. Και αυτό το κατάφεραν, όχι απλώς με τα τεχνάσματα που επινοούσαν για να κυλάει ο χρόνος ανεκμετάλλευτος, αλλά κυρίως, στο ύστερο στάδιο της διαπραγμάτευσης, με την υποτιθέμενη θετική ανταπόκρισή τους στη διαδικασία: αποδεχόμενοι, δηλαδή, να συζητήσουν τις θέσεις των θεσμών και να καταθέσουν τις δικές τους προτάσεις επί τη βάσει των ευρωπαϊκών. Αυτός ήταν ο τρόπος τους για να πείσουν τους αδαείς για τις καλές προθέσεις τους, ότι δήθεν οι ίδιοι έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν, ώστε να μπορούν εν συνεχεία να κατηγορούν την Ευρώπη από τη θέση του αδικημένου.